στείρας

στείρας
στείρᾱς , στεῖρα 1
forepart of a ship's keel
fem acc pl
στείρᾱς , στεῖρα 1
forepart of a ship's keel
fem gen sg (attic doric aeolic)
στείρᾱς , στεῖρα 2
that has not brought forth young
fem acc pl
στείρᾱς , στεῖρα 2
that has not brought forth young
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ακρόνηο — το (Μ ἀκρόνηον) νεοελλ. 1. το εσωτερικό μέρος τής πλώρης τού πλοίου 2. στον πληθ. τα ακρόνηα α) τα επάνω άκρα τού ποδοστήματος και τής στείρας β) η πλώρη και η πρύμνη μσν. η άκρη τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ναῦς] …   Dictionary of Greek

  • ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… …   Dictionary of Greek

  • κανθός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που… …   Dictionary of Greek

  • ποδωτήρας — ο, Ν ναυτ. συν. στον πληθ. οι ποδωτήρες οι απώστες από τις δύο μεριές τής στείρας ιστιοφόρου για το τέντωμα τού πρόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδώ + επίθημα τήρας (πρβλ. οδοστρω τήρας). Η λ., στον πληθ. ποδωτήρες, μαρτυρείται από το 1858 στο… …   Dictionary of Greek

  • προεισκρίνω — Α 1. εισάγω προηγουμένως («ὁπηνίκα ἂν εὐαγγελίζωνται οἱ ἄγγελοι τὰς στείρας, οἷον προεισκρίνουσι τῆς συλλήψεως τὰς ψυχάς», Κλήμ. Αλ.) 2. μέσ. προεισκρίνομαι προεισέρχομαι* («ἐπεισκρίνεται δὲ ή ψυχὴ καὶ προεισκρίνεται τὸ ἡγεμονικόν», Κλήμ. Αλ.).… …   Dictionary of Greek

  • στελ(λ)άδο — το, Ν 1. ναυτ. ταχύπλοο εμπορικό ή πολεμικό πλοίο, τού οποίου η αναλογία τού μήκους ως προς το πλάτος είναι μεγάλη 2. στον πληθ. τα στε(λ)άδα οι στενώσεις τής γάστρας τού πλοίου από τις δύο μεριές τής στείρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ …   Dictionary of Greek

  • ταλιαμάς — και νταλιαμάς, ο, Ν ναυτ. το πρόσθιο μέρος τής στείρας τών πλοίων, αυτό που βρίσκεται στην περιοχή τής ίσαλης γραμμής και σχίζει το νερό, αλλ. τάλκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tagliamare «ξύλο τής πλώρης»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”